. ΜΟΛΙΣΤΑ: 13 Νοε 2009

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Αυτάρκεια

Τα τελευταία 40,  ίσως και περισσότερα χρόνια,  συντελείται μια εκ βάθρων ανατροπή στις καταναλωτικές συνήθειες των ανθρώπων που είναι χωρίς προηγούμενο όσον αφορά την ανθρώπινη ιστορία. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι ότι ο Έλληνας ( και όχι μόνον) έχει καταστεί ένας καταναλωτής που το βασικό του πρόβλημα είναι να συνεχίσει να καταναλώνει. Δεν συζητά κανένας πια για παραγωγή και σε ποιούς τομείς ενδεχομένως θα μπορούσε η Ελλάδα να αναπτύξει μια ισχυρή παραγωγική βάση. Το όλο πρόβλημα εντοπίζεται στην αμείωτη σε ρυθμούς κατανάλωση ....έλα μου όμως που στην λιανική πώληση  εμφανίζονται όλο και περισσότερο οι πολυεθνικοί κολοσσοί και στίβουν στην κυριολεξία και το τελευταίο ευρώ του δεινοπαθούντος και στενάζοντος υπό τα δάνεια έλληνος.


Καταναλώστε μέχρις εσχάτων και χωρίς σκέψη ήταν το βασικό σύνθημα που κυριαρχούσε μέχρι την οικονομική κρίση. Φάτε, πιείτε, άλλαξτε ρούχα , έπιπλα, συσκευές και πηγαίνετε  διακοπές έστω και με δανεικά ήταν η αδιάκοπη καραμέλλα που μας πιπιλούσε χρόνια το μυαλό, υποσχόμενη μια ευτυχία χωρίς όρια και προϋποθέσεις.
Σήμερα , μετά την κρίση, ξέρουμε όλοι που οδήγησε αυτή η καταναλωτική ευωχία της δανεικής ζωής  και των τραπεζικών ανοιγμάτων. Η καταρεύση του συστήματος στην άλλη άκρη του Ατλαντικού δημιούργησε παρενέργειες στην ψωροκώσταινα , με αποτέλεσμα αυτός που μέχρι πρότινος σε ενοχλούσε μεσημεριάτικα για να σε φορτώσει με ένα δανειάκι, να κλείσει την στρόφιγγα, αλλά και το τηλέφωνο.
Η κατάσταση, με τους εμπόρους των εθνών ανησυχούντες φάνηκε έκρυθμος. Το ''καταναλώστε'' σταμάτησε να ακούγεται...Άρχισαν πάλι φωνές περί λιτότητος ....Οι ιθαγενείς προς στιγμήν έδειξαν να τα χάνουν. Το σκάφος έδειχνε να μπατάρει.
Κάποιος λογικός έπρεπε να μας εξηγήσει ότι για να καταναλώσεις πρέπει πρώτα να παράγεις. Έτσι γινόταν και θα συνεχίσει να γίνεται. Ή όπως το λέει όχι και τόσο κομψά μια ρώσικη παροιμία ότι  ''για να φας ψάρι πρέπει να βρέξεις τον κώλο σου''. Δεν γίνεται να τα ΄χεις όλα βρε αδερφέ.
Θυμήθηκα τότε τις αφηγήσεις των παλαιότερων στην Μόλιστα. Αν και σχετικά άγονος τόπος και με μικρές δυνατότητες,  η αγροτική οικονομία ήταν στο έπακρο αναπτυγμένη.  Από αυτά που το κάθε νοικοκυριό παρήγαγε στην θερινή περίοδο του χρόνου , έπρεπε να τραφεί τον χειμώνα.  Οι αγορές αγαθών ήταν περιορισμένες.
Το κάθε σπίτι είχε στην αυλή του 6 με  7 κατσίκες και υπήρχε επαγγελματίας βοσκός που έπαιρνε τα ζώα το πρωί και τα επέστρεφε το απόγευμα. Τα βοσκούσε μόνο....για το άρμεγμα έκανε κουμάντο το κάθε νοικοκυριό ξεχωριστά. Το γάλα αυτό επαρκούσε και για το τυρί της χρονιάς , όπως και τα προϊόντα των κήπων (φασόλια, φακές , φρούτα , μήλα , καρύδια, κάστανα κλπ) που επιμελώς αποθηκεύονταν στα κατώγια για όλο το χρόνο. Για κρασί και τσίπουρο ο τόπος ήταν γεμάτος με αμπέλια μέχρι κάτω τον Σαραντάπορο. Σιτάρι δεν είχε η Μόλιστα (μια αμελητέα παραγωγή , γιατί υπήρχαν τα αλώνια και ο μύλος) και το περισσότερο ερχόταν από τους σιτέμπορους. Αλλά και εκεί οι προμήθειες γινόταν μια φορά για όλο το χρόνο.
Η οικονομία της περιοχής δεν ήταν ιδιαίτερα εκχρηματισμένη. Επικρατούσαν  περισσότερο οι ανταλλαγές. Το κυριώτερο μέσο ανταλλαγής που λειτουργούσε ως ισοδύναμο του χρήματος ήταν το τσίπουρο που παράγονταν άφθονο στην περιοχή και μπορούσε να φυλαχτεί για μεγάλα διαστήματα χωρίς προβλήματα αλλοίωσης. Χρησιμοποιούνταν για ανταλλαγή με λάδι ή άλλα προϊόντα. Ακόμα και σήμερα αν συγκρίνεις τις τιμές αυτές (δηλαδή τσίπουρο προς ελαιόλαδο είναι ένα προς ένα πάνω κάτω , ανάλογα και με τις ποιότητες).  
Οι άνθρωποι που ζούσαν στο πλαίσιο της αγροτικής οικονομίας δεν είχαν ιδιαίτερες ανησυχίες , αφού το κελάρι ήταν γεμάτο με τρόφιμα , και δεν υπήρχε τηλεόραση που να τους πει τι να φοβούνται , τι να κάνουν και κυρίως τι να ψωνίσουν. Το άγχος ήταν άγνωστη λέξη , ενώ οι χαρές και τα πανηγύρια ήταν σχεδόν σε καθημερινή διάταξη ....και γενικώς δεν έχαναν καμία ευκαιρία για να γλεντήσουν.
Βέβαια η άλλη πλευρά της ειδυλλιακής αυτής εικόνας ήταν η ανάγκη των ανθρώπων να ξεφύγουν από τα στενά αυτά πλαίσια και να αναζητήσουν διεξόδους μέσα από την μετανάστευση. Έτσι το μεγαλύτερο ποσοστό των αντρών είχε πάρει το δρόμο της ξενιτιάς. Η επιστροφές τους έχουν μείνει στην μνήμη ως παροιμιώδεις, αφού συνοδεύονταν από ξεφαντώματα και νέες ευκαιρίες για γλέντια με όργανα και τσιμπούσια μέχρι πρωίας. Οι Μολιστινοί που μέναν πάνω από 3 μήνες μέχρι  να ξαναφύγουν , κρεμούσαν στα  τσιγκέλια τα σφαχτά και  γεμίζαν τα κελλάρια τους με κάθε λογής λιχουδιές. Η κατάσταση της ευωχίας και του γλεντιού κρατούσε μέχρι την ημέρα της αναχώρησης.
Τα εμβάσματα που έφερναν από τις μεγάλες πόλεις που ήταν εγκατεστημένοι ήτανε αποκλειστικά σχεδόν σε χρυσές λίρες και προορίζονταν  για επενδυτικές δαπάνες, πάντα όμως στην ευρύτερη περιοχή του χωριού τους.  Κυρίως σε ακίνητα , δηλαδή για την αγορά χωραφιού ή οιοπέδου ή την ανέγερση κατοικίας. Καταναλωτικές ανάγκες , με την σημερινή έννοια δεν υπήρχαν. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεων επενδύονταν.
Τα ωραιότερα κτίρια (δείτε εδώ)   της Μόλιστας και του Γανναδιού  ήταν δημιουργήματα αυτής της νοοτροπίας.
Σήμερα πάλι ξοδεύουμε και ξοδευόμαστε μέσα από την κατανάλωση. Πολλές φορές έχοντας την ψευδαίσθηση ότι με αυτήν μπορούμε να αναπληρώσουμε αξίες , αισθητική ή την χαμένη μας πνευματικότητα. Μήπως τελικά αυτό που σήμερα ονομάζουμε οικονομική κρίση δεν είναι παρά μια ευκαιρία να δούμε με ένα διαφορετικό μάτι τον κόσμο και να καταλάβουμε τις πραγματικές μας ανάγκες;...ρωτάω μήπως;

Πηγή εικόνας  από : https://galadarling.com/article/i-cant-stop-shopping-help-me

google analytics